σκορπιοειδής

σκορπιοειδής
-ές, ΝΑ
όμοιος με σκορπιό, κυρίως, ως προς το σχήμα
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σκορπιοειδή
ζωολ. παλαιότερη ονομασία τής τάξης αραχνιδίων σκορπιοί (Ι)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιοειδές
φυτό που ονομάστηκε έτσι από την ομοιότητα που παρουσίαζε ο σπόρος του με την ουρά σκορπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος / σκορπιός + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκορπιοειδές — σκορπιοειδής scorpion like masc/fem voc sg σκορπιοειδής scorpion like neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκορπιοειδοῦς — σκορπιοειδής scorpion like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • escorpioide — ► adjetivo BIOLOGÍA Se refiere a los organismos o a alguna de sus partes que son curvados como la cola del escorpión. * * * escorpioide (del gr. «skorpioeidḗs», semejante al escorpión) f. *Alacranera (planta leguminosa). * * * escorpioide. (Del… …   Enciclopedia Universal

  • σκορπιώδης — ῶδες, ΜΑ [σκορπίος] 1. όμοιος με σκορπιό, σκορπιοειδής 2. μτφ. (για πρόσ.) κακός, άγριος, σκληρός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σκορπιῶδες είδος εντόμου …   Dictionary of Greek

  • escorpioide — (Del gr. σκορπιοειδής, semejante al escorpión). f. alacranera …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”